- ἐπιμηνϋτής
- ἐπιμηνϋτής, οῦ, ὁ,A = μηνυτής, τοῦ ἔργου Arr. An.3.26.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπιμηνυτάς — ἐπιμηνυτά̱ς , ἐπιμηνυτής masc acc pl ἐπιμηνυτά̱ς , ἐπιμηνυτής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)